Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκοτταβίζω
συγκουφίζω
συγκραδαίνω
σύγκραμα
συγκραματικός
σύγκρασις
συγκρατέον
συγκρατέω
συγκράτησις
συγκρατικός
σύγκρατος
συγκρατύνω
συγκρέκω
συγκρημνίζω
συγκρητίζω
συγκρητισμός
σύγκριμα
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέον
συγκριτέος
View word page
σύγκρατος
mixed together, closely united

ShortDef

mixed together, closely united

Debugging

Headword:
σύγκρατος
Headword (normalized):
σύγκρατος
Headword (normalized/stripped):
συγκρατος
IDX:
82679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82680
Key:

Data

{'content': 'mixed together, closely united'}