Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
συγκοτταβίζω
συγκουφίζω
συγκραδαίνω
σύγκραμα
συγκραματικός
σύγκρασις
συγκρατέον
συγκρατέω
συγκράτησις
συγκρατικός
σύγκρατος
συγκρατύνω
συγκρέκω
συγκρημνίζω
συγκρητίζω
συγκρητισμός
σύγκριμα
συγκρίνω
View word page
συγκρατέω
to keep
ShortDef
to keep
Debugging
Headword:
συγκρατέω
Headword (normalized):
συγκρατέω
Headword (normalized/stripped):
συγκρατεω
IDX:
82676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82677
Key:
Data
{'content': 'to keep'}