Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
συγκοτταβίζω
συγκουφίζω
συγκραδαίνω
σύγκραμα
συγκραματικός
σύγκρασις
συγκρατέον
συγκρατέω
συγκράτησις
συγκρατικός
σύγκρατος
συγκρατύνω
συγκρέκω
συγκρημνίζω
συγκρητίζω
View word page
συγκραματικός
mixed together

ShortDef

mixed together

Debugging

Headword:
συγκραματικός
Headword (normalized):
συγκραματικός
Headword (normalized/stripped):
συγκραματικος
IDX:
82673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82674
Key:

Data

{'content': 'mixed together'}