Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
συγκοτταβίζω
συγκουφίζω
συγκραδαίνω
σύγκραμα
συγκραματικός
σύγκρασις
συγκρατέον
συγκρατέω
συγκράτησις
συγκρατικός
σύγκρατος
συγκρατύνω
View word page
συγκουφίζω
to help to lighten, help to keep above water

ShortDef

to help to lighten, help to keep above water

Debugging

Headword:
συγκουφίζω
Headword (normalized):
συγκουφίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκουφιζω
IDX:
82670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82671
Key:

Data

{'content': 'to help to lighten, help to keep above water'}