Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
συγκοτταβίζω
συγκουφίζω
συγκραδαίνω
σύγκραμα
συγκραματικός
σύγκρασις
συγκρατέον
συγκρατέω
συγκράτησις
συγκρατικός
σύγκρατος
View word page
συγκοτταβίζω
play at the cottabos together
ShortDef
play at the cottabos together
Debugging
Headword:
συγκοτταβίζω
Headword (normalized):
συγκοτταβίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκοτταβιζω
IDX:
82669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82670
Key:
Data
{'content': 'play at the cottabos together'}