Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
συγκοτταβίζω
συγκουφίζω
συγκραδαίνω
σύγκραμα
συγκραματικός
σύγκρασις
συγκρατέον
συγκρατέω
συγκράτησις
συγκρατικός
View word page
σύγκοσμος
fellow

ShortDef

fellow

Debugging

Headword:
σύγκοσμος
Headword (normalized):
σύγκοσμος
Headword (normalized/stripped):
συγκοσμος
IDX:
82668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82669
Key:

Data

{'content': 'fellow'}