Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
συγκοτταβίζω
συγκουφίζω
συγκραδαίνω
σύγκραμα
συγκραματικός
σύγκρασις
συγκρατέον
συγκρατέω
συγκράτησις
View word page
συγκόσμησις
adornment
ShortDef
adornment
Debugging
Headword:
συγκόσμησις
Headword (normalized):
συγκόσμησις
Headword (normalized/stripped):
συγκοσμησις
IDX:
82667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82668
Key:
Data
{'content': 'adornment'}