Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
συγκοτταβίζω
συγκουφίζω
συγκραδαίνω
σύγκραμα
συγκραματικός
σύγκρασις
συγκρατέον
συγκρατέω
View word page
συγκοσμέω
to confer honour on, to be an ornament to

ShortDef

to confer honour on, to be an ornament to

Debugging

Headword:
συγκοσμέω
Headword (normalized):
συγκοσμέω
Headword (normalized/stripped):
συγκοσμεω
IDX:
82666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82667
Key:

Data

{'content': 'to confer honour on, to be an ornament to'}