Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
συγκοτταβίζω
συγκουφίζω
συγκραδαίνω
σύγκραμα
συγκραματικός
View word page
συγκορυβαντιάω
join in Corybantic revels, share in inspiration
ShortDef
join in Corybantic revels, share in inspiration
Debugging
Headword:
συγκορυβαντιάω
Headword (normalized):
συγκορυβαντιάω
Headword (normalized/stripped):
συγκορυβαντιαω
IDX:
82663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82664
Key:
Data
{'content': 'join in Corybantic revels, share in inspiration'}