Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκομιστός
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
συγκοτταβίζω
συγκουφίζω
συγκραδαίνω
σύγκραμα
View word page
συγκορδυλέομαι
to be wrapped close up

ShortDef

to be wrapped close up

Debugging

Headword:
συγκορδυλέομαι
Headword (normalized):
συγκορδυλέομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκορδυλεομαι
IDX:
82662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82663
Key:

Data

{'content': 'to be wrapped close up'}