Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
συγκοτταβίζω
συγκουφίζω
View word page
συγκόπτω
to break up, cut up

ShortDef

to break up, cut up

Debugging

Headword:
συγκόπτω
Headword (normalized):
συγκόπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκοπτω
IDX:
82660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82661
Key:

Data

{'content': 'to break up, cut up'}