Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
συγκοτταβίζω
View word page
συγκοπτός
chopped up
ShortDef
chopped up
Debugging
Headword:
συγκοπτός
Headword (normalized):
συγκοπτός
Headword (normalized/stripped):
συγκοπτος
IDX:
82659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82660
Key:
Data
{'content': 'chopped up'}