Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
View word page
συγκοπτικός
of syncope
ShortDef
of syncope
Debugging
Headword:
συγκοπτικός
Headword (normalized):
συγκοπτικός
Headword (normalized/stripped):
συγκοπτικος
IDX:
82658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82659
Key:
Data
{'content': 'of syncope'}