Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
View word page
συγκοπιάτης
fellow-labourer

ShortDef

fellow-labourer

Debugging

Headword:
συγκοπιάτης
Headword (normalized):
συγκοπιάτης
Headword (normalized/stripped):
συγκοπιατης
IDX:
82655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82656
Key:

Data

{'content': 'fellow-labourer'}