Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
View word page
συγκοπή
a cutting short

ShortDef

a cutting short

Debugging

Headword:
συγκοπή
Headword (normalized):
συγκοπή
Headword (normalized/stripped):
συγκοπη
IDX:
82654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82655
Key:

Data

{'content': 'a cutting short'}