Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
View word page
συγκομιστός
brought together

ShortDef

brought together

Debugging

Headword:
συγκομιστός
Headword (normalized):
συγκομιστός
Headword (normalized/stripped):
συγκομιστος
IDX:
82652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82653
Key:

Data

{'content': 'brought together'}