Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
View word page
συγκομιστέον
one must gather, collect

ShortDef

one must gather, collect

Debugging

Headword:
συγκομιστέον
Headword (normalized):
συγκομιστέον
Headword (normalized/stripped):
συγκομιστεον
IDX:
82649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82650
Key:

Data

{'content': 'one must gather, collect'}