Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
View word page
συγκομίζω
to carry

ShortDef

to carry

Debugging

Headword:
συγκομίζω
Headword (normalized):
συγκομίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκομιζω
IDX:
82648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82649
Key:

Data

{'content': 'to carry'}