Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκοίτιον
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
View word page
συγκολυμβάω
swim with

ShortDef

swim with

Debugging

Headword:
συγκολυμβάω
Headword (normalized):
συγκολυμβάω
Headword (normalized/stripped):
συγκολυμβαω
IDX:
82646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82647
Key:

Data

{'content': 'swim with'}