Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
View word page
σύγκολλος
glued together

ShortDef

glued together

Debugging

Headword:
σύγκολλος
Headword (normalized):
σύγκολλος
Headword (normalized/stripped):
συγκολλος
IDX:
82645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82646
Key:

Data

{'content': 'glued together'}