Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκονίομαι
View word page
συγκόλλησις
gluing together

ShortDef

gluing together

Debugging

Headword:
συγκόλλησις
Headword (normalized):
συγκόλλησις
Headword (normalized/stripped):
συγκολλησις
IDX:
82643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82644
Key:

Data

{'content': 'gluing together'}