Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
View word page
συγκολλήσιμος
glued together

ShortDef

glued together

Debugging

Headword:
συγκολλήσιμος
Headword (normalized):
συγκολλήσιμος
Headword (normalized/stripped):
συγκολλησιμος
IDX:
82642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82643
Key:

Data

{'content': 'glued together'}