Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
View word page
συγκόλλημα
connecting-rod

ShortDef

connecting-rod

Debugging

Headword:
συγκόλλημα
Headword (normalized):
συγκόλλημα
Headword (normalized/stripped):
συγκολλημα
IDX:
82641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82642
Key:

Data

{'content': 'connecting-rod'}