Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
View word page
συγκολάπτω
hew in pieces

ShortDef

hew in pieces

Debugging

Headword:
συγκολάπτω
Headword (normalized):
συγκολάπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκολαπτω
IDX:
82639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82640
Key:

Data

{'content': 'hew in pieces'}