Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
View word page
συγκολάζω
help in chastising

ShortDef

help in chastising

Debugging

Headword:
συγκολάζω
Headword (normalized):
συγκολάζω
Headword (normalized/stripped):
συγκολαζω
IDX:
82638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82639
Key:

Data

{'content': 'help in chastising'}