Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
View word page
σύγκοιτος
a bedfellow, partner

ShortDef

a bedfellow, partner

Debugging

Headword:
σύγκοιτος
Headword (normalized):
σύγκοιτος
Headword (normalized/stripped):
συγκοιτος
IDX:
82637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82638
Key:

Data

{'content': 'a bedfellow, partner'}