Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύγκλωσις
συγκνισόομαι
σύγκοιλον
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
View word page
συγκοινωνός
partaking jointly of

ShortDef

partaking jointly of

Debugging

Headword:
συγκοινωνός
Headword (normalized):
συγκοινωνός
Headword (normalized/stripped):
συγκοινωνος
IDX:
82634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82635
Key:

Data

{'content': 'partaking jointly of'}