Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκλώθω
σύγκλωσις
συγκνισόομαι
σύγκοιλον
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
View word page
συγκοιμίζω
to join in wedlock

ShortDef

to join in wedlock

Debugging

Headword:
συγκοιμίζω
Headword (normalized):
συγκοιμίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκοιμιζω
IDX:
82631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82632
Key:

Data

{'content': 'to join in wedlock'}