Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκλονέω
συγκλύζω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκλώθω
σύγκλωσις
συγκνισόομαι
σύγκοιλον
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
View word page
συγκοίμησις
a sleeping together

ShortDef

a sleeping together

Debugging

Headword:
συγκοίμησις
Headword (normalized):
συγκοίμησις
Headword (normalized/stripped):
συγκοιμησις
IDX:
82629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82630
Key:

Data

{'content': 'a sleeping together'}