Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνταποτειχίζω
ἀνταποτίνω
ἀνταποφαίνω
ἀνταποφέρω
ἀντάποχον
ἀνταπωθέω
ἀντάπωσις
ἀντάρης
ἀνταριθμέω
ἀνταρκέω
ἀνταρκτικός
ἀνταρσία
ἄνταρχος
ἀντάρχων
ἀντασπάζομαι
ἀνταστράπτω
ἀντάτας
ἀντατιμάζω
ἀνταυγάζω
ἀνταυγασία
ἀνταύγεια
View word page
ἀνταρκτικός
antarctic

ShortDef

antarctic

Debugging

Headword:
ἀνταρκτικός
Headword (normalized):
ἀνταρκτικός
Headword (normalized/stripped):
ανταρκτικος
IDX:
8262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8263
Key:

Data

{'content': 'antarctic'}