Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκλίτης
συγκλονέω
συγκλύζω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκλώθω
σύγκλωσις
συγκνισόομαι
σύγκοιλον
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτος
συγκολάζω
View word page
συγκοίμημα
partner of one's bed

ShortDef

partner of one's bed

Debugging

Headword:
συγκοίμημα
Headword (normalized):
συγκοίμημα
Headword (normalized/stripped):
συγκοιμημα
IDX:
82628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82629
Key:

Data

{'content': "partner of one's bed"}