Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκλίνω
συγκλίτης
συγκλονέω
συγκλύζω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκλώθω
σύγκλωσις
συγκνισόομαι
σύγκοιλον
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτος
View word page
συγκοιμάομαι
to sleep with, lie with

ShortDef

to sleep with, lie with

Debugging

Headword:
συγκοιμάομαι
Headword (normalized):
συγκοιμάομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκοιμαομαι
IDX:
82627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82628
Key:

Data

{'content': 'to sleep with, lie with'}