Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύγκλινος
συγκλίνω
συγκλίτης
συγκλονέω
συγκλύζω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκλώθω
σύγκλωσις
συγκνισόομαι
σύγκοιλον
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
View word page
σύγκοιλον
hollow, combe
ShortDef
hollow, combe
Debugging
Headword:
σύγκοιλον
Headword (normalized):
σύγκοιλον
Headword (normalized/stripped):
συγκοιλον
IDX:
82626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82627
Key:
Data
{'content': 'hollow, combe'}