Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκλινίαι
σύγκλινος
συγκλίνω
συγκλίτης
συγκλονέω
συγκλύζω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκλώθω
σύγκλωσις
συγκνισόομαι
σύγκοιλον
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάζω
View word page
συγκνισόομαι
to be stewed together with
ShortDef
to be stewed together with
Debugging
Headword:
συγκνισόομαι
Headword (normalized):
συγκνισόομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκνισοομαι
IDX:
82625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82626
Key:
Data
{'content': 'to be stewed together with'}