Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκληρονομέω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλήρωσις
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινής
συγκλινίαι
σύγκλινος
συγκλίνω
συγκλίτης
συγκλονέω
συγκλύζω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκλώθω
σύγκλωσις
συγκνισόομαι
σύγκοιλον
συγκοιμάομαι
View word page
συγκλίνω
to lay together

ShortDef

to lay together

Debugging

Headword:
συγκλίνω
Headword (normalized):
συγκλίνω
Headword (normalized/stripped):
συγκλινω
IDX:
82617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82618
Key:

Data

{'content': 'to lay together'}