Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκλείω
συγκλέπτης
συγκλέπτω
συγκληρία
συγκληρονομέω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλήρωσις
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινής
συγκλινίαι
σύγκλινος
συγκλίνω
συγκλίτης
συγκλονέω
συγκλύζω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκλώθω
View word page
σύγκλητος
(adj.) called together, summoned (n. council, Roman senate)
ShortDef
(adj.) called together, summoned (n. council, Roman senate)
Debugging
Headword:
σύγκλητος
Headword (normalized):
σύγκλητος
Headword (normalized/stripped):
συγκλητος
IDX:
82613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82614
Key:
Data
{'content': '(adj.) called together, summoned (n. council, Roman senate)'}