Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύγκλεισμα
συγκλεισμός
συγκλειστός
συγκλείω
συγκλέπτης
συγκλέπτω
συγκληρία
συγκληρονομέω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλήρωσις
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινής
συγκλινίαι
σύγκλινος
συγκλίνω
συγκλίτης
συγκλονέω
συγκλύζω
View word page
συγκληρόω
to embrace in one lot, choose by lot
ShortDef
to embrace in one lot, choose by lot
Debugging
Headword:
συγκληρόω
Headword (normalized):
συγκληρόω
Headword (normalized/stripped):
συγκληροω
IDX:
82610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82611
Key:
Data
{'content': 'to embrace in one lot, choose by lot'}