Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύγκλεισις
σύγκλεισμα
συγκλεισμός
συγκλειστός
συγκλείω
συγκλέπτης
συγκλέπτω
συγκληρία
συγκληρονομέω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλήρωσις
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινής
συγκλινίαι
σύγκλινος
συγκλίνω
συγκλίτης
συγκλονέω
View word page
σύγκληρος
having portions that join, bordering, neighbouring

ShortDef

having portions that join, bordering, neighbouring

Debugging

Headword:
σύγκληρος
Headword (normalized):
σύγκληρος
Headword (normalized/stripped):
συγκληρος
IDX:
82609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82610
Key:

Data

{'content': 'having portions that join, bordering, neighbouring'}