Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκλαίω
σύγκλασις
συγκλασμός
συγκλάω
σύγκλεισις
σύγκλεισμα
συγκλεισμός
συγκλειστός
συγκλείω
συγκλέπτης
συγκλέπτω
συγκληρία
συγκληρονομέω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλήρωσις
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινής
συγκλινίαι
View word page
συγκλέπτω
to steal along with

ShortDef

to steal along with

Debugging

Headword:
συγκλέπτω
Headword (normalized):
συγκλέπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκλεπτω
IDX:
82605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82606
Key:

Data

{'content': 'to steal along with'}