Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
συγκλαίω
σύγκλασις
συγκλασμός
συγκλάω
σύγκλεισις
σύγκλεισμα
συγκλεισμός
συγκλειστός
συγκλείω
συγκλέπτης
συγκλέπτω
συγκληρία
συγκληρονομέω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλήρωσις
συγκλητικός
View word page
συγκλειστός
shut up

ShortDef

shut up

Debugging

Headword:
συγκλειστός
Headword (normalized):
συγκλειστός
Headword (normalized/stripped):
συγκλειστος
IDX:
82602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82603
Key:

Data

{'content': 'shut up'}