Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
συγκλαίω
σύγκλασις
συγκλασμός
συγκλάω
σύγκλεισις
σύγκλεισμα
συγκλεισμός
συγκλειστός
συγκλείω
συγκλέπτης
συγκλέπτω
συγκληρία
συγκληρονομέω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλήρωσις
View word page
συγκλεισμός
a being shut up, confinement

ShortDef

a being shut up, confinement

Debugging

Headword:
συγκλεισμός
Headword (normalized):
συγκλεισμός
Headword (normalized/stripped):
συγκλεισμος
IDX:
82601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82602
Key:

Data

{'content': 'a being shut up, confinement'}