Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκινέω
συγκίνημα
συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
συγκλαίω
σύγκλασις
συγκλασμός
συγκλάω
σύγκλεισις
σύγκλεισμα
συγκλεισμός
συγκλειστός
συγκλείω
συγκλέπτης
συγκλέπτω
συγκληρία
συγκληρονομέω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
View word page
σύγκλεισις
a shutting up, closing up

ShortDef

a shutting up, closing up

Debugging

Headword:
σύγκλεισις
Headword (normalized):
σύγκλεισις
Headword (normalized/stripped):
συγκλεισις
IDX:
82599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82600
Key:

Data

{'content': 'a shutting up, closing up'}