Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκίνημα
συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
συγκλαίω
σύγκλασις
συγκλασμός
συγκλάω
σύγκλεισις
σύγκλεισμα
συγκλεισμός
συγκλειστός
συγκλείω
συγκλέπτης
συγκλέπτω
συγκληρία
συγκληρονομέω
συγκληρονόμος
View word page
συγκλάω
to break off

ShortDef

to break off

Debugging

Headword:
συγκλάω
Headword (normalized):
συγκλάω
Headword (normalized/stripped):
συγκλαω
IDX:
82598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82599
Key:

Data

{'content': 'to break off'}