Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκινδυνευτέον
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκίνημα
συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
συγκλαίω
σύγκλασις
συγκλασμός
συγκλάω
σύγκλεισις
σύγκλεισμα
συγκλεισμός
συγκλειστός
συγκλείω
συγκλέπτης
συγκλέπτω
συγκληρία
συγκληρονομέω
View word page
συγκλασμός
breaking
ShortDef
breaking
Debugging
Headword:
συγκλασμός
Headword (normalized):
συγκλασμός
Headword (normalized/stripped):
συγκλασμος
IDX:
82597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82598
Key:
Data
{'content': 'breaking'}