Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκηρέω
συγκινδυνευτέον
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκίνημα
συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
συγκλαίω
σύγκλασις
συγκλασμός
συγκλάω
σύγκλεισις
σύγκλεισμα
συγκλεισμός
συγκλειστός
συγκλείω
συγκλέπτης
συγκλέπτω
συγκληρία
View word page
σύγκλασις
breaking

ShortDef

breaking

Debugging

Headword:
σύγκλασις
Headword (normalized):
σύγκλασις
Headword (normalized/stripped):
συγκλασις
IDX:
82596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82597
Key:

Data

{'content': 'breaking'}