Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκηδεύω
συγκηρέω
συγκινδυνευτέον
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκίνημα
συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
συγκλαίω
σύγκλασις
συγκλασμός
συγκλάω
σύγκλεισις
σύγκλεισμα
συγκλεισμός
συγκλειστός
συγκλείω
συγκλέπτης
συγκλέπτω
View word page
συγκλαίω
to weep with
ShortDef
to weep with
Debugging
Headword:
συγκλαίω
Headword (normalized):
συγκλαίω
Headword (normalized/stripped):
συγκλαιω
IDX:
82595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82596
Key:
Data
{'content': 'to weep with'}