Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκεφαλαιωτικός
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκηδεύω
συγκηρέω
συγκινδυνευτέον
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκίνημα
συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
συγκλαίω
σύγκλασις
συγκλασμός
συγκλάω
σύγκλεισις
σύγκλεισμα
συγκλεισμός
συγκλειστός
View word page
συγκινητικός
stimulative
ShortDef
stimulative
Debugging
Headword:
συγκινητικός
Headword (normalized):
συγκινητικός
Headword (normalized/stripped):
συγκινητικος
IDX:
82592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82593
Key:
Data
{'content': 'stimulative'}