Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκεφαλαιωτέον
συγκεφαλαιωτικός
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκηδεύω
συγκηρέω
συγκινδυνευτέον
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκίνημα
συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
συγκλαίω
σύγκλασις
συγκλασμός
συγκλάω
σύγκλεισις
σύγκλεισμα
συγκλεισμός
View word page
συγκίνησις
commotion
ShortDef
commotion
Debugging
Headword:
συγκίνησις
Headword (normalized):
συγκίνησις
Headword (normalized/stripped):
συγκινησις
IDX:
82591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82592
Key:
Data
{'content': 'commotion'}