Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκεφαλαίωμα
συγκεφαλαίωσις
συγκεφαλαιωτέον
συγκεφαλαιωτικός
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκηδεύω
συγκηρέω
συγκινδυνευτέον
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκίνημα
συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
συγκλαίω
σύγκλασις
συγκλασμός
συγκλάω
σύγκλεισις
View word page
συγκινέω
to stir up together

ShortDef

to stir up together

Debugging

Headword:
συγκινέω
Headword (normalized):
συγκινέω
Headword (normalized/stripped):
συγκινεω
IDX:
82589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82590
Key:

Data

{'content': 'to stir up together'}