Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκεφαλαιόω
συγκεφαλαίωμα
συγκεφαλαίωσις
συγκεφαλαιωτέον
συγκεφαλαιωτικός
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκηδεύω
συγκηρέω
συγκινδυνευτέον
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκίνημα
συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
συγκλαίω
σύγκλασις
συγκλασμός
συγκλάω
View word page
συγκινδυνεύω
to incur danger along with
ShortDef
to incur danger along with
Debugging
Headword:
συγκινδυνεύω
Headword (normalized):
συγκινδυνεύω
Headword (normalized/stripped):
συγκινδυνευω
IDX:
82588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82589
Key:
Data
{'content': 'to incur danger along with'}